Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Matriarchy
01
μητριαρχία, μητριαρχική κοινωνία
a society where women have primary authority and leadership roles
Παραδείγματα
In matriarchy, women lead families and communities.
Στο μητριαρχείο, οι γυναίκες ηγούνται οικογενειών και κοινοτήτων.
Matriarchy prioritizes female lineage and inheritance.
Η μητριαρχία προτεραιοποιεί τη γυναικεία καταγωγή και την κληρονομιά.



























