Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mastery
01
κατακτηση, τεχνική
great knowledge and exceptional skill in a field
02
κατακτητικότητα, κυριαρχία
power to dominate or defeat
03
κατακτητικότητα, υποταγή
the act of mastering or subordinating someone
Λεξικό Δέντρο
mastery
master



























