Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
masochistic
01
μαζοχιστικός
gaining sexual satisfaction from being physically or mentally harmed or controlled
Λεξικό Δέντρο
masochistic
masochist
masoch
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μαζοχιστικός
Λεξικό Δέντρο