Marred
volume
British pronunciation/mˈɑːd/
American pronunciation/ˈmɑɹd/

Ορισμός και Σημασία του "marred"

01

flawed because of a damage or excessive use

marred

adj

mar

v

unmarred

adj

unmarred

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store