Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
married
01
παντρεμένος, συζυγικός
having a wife or husband
Παραδείγματα
He is married and has two children
Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.
The married man mentioned his wife during the meeting.
Ο παντρεμένος άνδρας ανέφερε τη σύζυγό του κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
1.1
παντρεμένος, συζυγικός
relating to marriage
Married
01
παντρεμένος, παντρεμένη
a person who is married
Λεξικό Δέντρο
unmarried
married
marry



























