Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
markedly
01
σημαντικά, εμφανώς
in a way that is easily noticeable or distinct
Παραδείγματα
The temperature dropped markedly as the evening progressed.
Η θερμοκρασία έπεσε σημαντικά καθώς προχωρούσε το βράδυ.
Her confidence improved markedly after the training sessions.
Η αυτοπεποίθησή της βελτιώθηκε σημαντικά μετά τις συνεδρίες εκπαίδευσης.
Λεξικό Δέντρο
markedly
marked
mark



























