Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mannered
01
μαριονετικός, τεχνητός
behaving in an artificial way that is too formal, trying to impress others
Παραδείγματα
His mannered speech made him seem distant and insincere.
Ο επιτηδευμένος λόγος του τον έκανε να φαίνεται απόμακρος και ανειλικρινής.
The actress 's mannered gestures during the interview were off-putting.
Οι επιτηδευμένες χειρονομίες της ηθοποιού κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ήταν αποκρουστικές.
Λεξικό Δέντρο
unmannered
mannered



























