Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Manipulator
01
χειριστής, χειριστής μηχανής
an agent that operates some apparatus or machine
02
χειριστής, χειριστής
a person who handles things manually
Λεξικό Δέντρο
manipulator
manipulate
manipul
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χειριστής, χειριστής μηχανής
χειριστής, χειριστής
Λεξικό Δέντρο