Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Asphyxiator
01
χειροκίνητος πυροσβεστήρας, χειροκίνητη συσκευή πυρόσβεσης
a manually operated device for extinguishing small fires
Λεξικό Δέντρο
asphyxiator
asphyxiate
asphyxi
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χειροκίνητος πυροσβεστήρας, χειροκίνητη συσκευή πυρόσβεσης
Λεξικό Δέντρο