Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Aspic
01
ασπίκ, ζελέ κρέατος
a savory jelly made from meat or fish stock used to set ingredients in a solidified form
Παραδείγματα
Last night we served individual portions of chicken and mushroom aspic.
Χθες το βράδυ σερβίραμε μεμονωμένες μερίδες κοτόπουλου και πήκτης με μανιτάρια.
They celebrated the special occasion with a beautifully molded aspic.
Γιόρτασαν την ειδική περίσταση με ένα όμορφα διαμορφωμένο ασπίκ.
Λεξικό Δέντρο
aspic
asp



























