Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lurcher
01
lurcher, υβρίδιο (μείγμα λαγωνικού με τεριέ ή τσοπανόσκυλο
a hybrid of a sighthound with a terrier or a herding dog, known for hunting silently
Λεξικό Δέντρο
lurcher
lurch
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lurcher, υβρίδιο (μείγμα λαγωνικού με τεριέ ή τσοπανόσκυλο
Λεξικό Δέντρο