lung
lung
lʌng
λανγκ
British pronunciation
/lʌŋ/

Ορισμός και σημασία του "lung"στα αγγλικά

01

πνεύμονας, πνεύμονες

each of the two organs in the chest that helps one breathe
Wiki
lung definition and meaning
example
Παραδείγματα
The lungs are essential organs responsible for exchanging oxygen and carbon dioxide with the bloodstream during respiration.
Οι πνεύμονες είναι βασικά όργανα που είναι υπεύθυνα για την ανταλλαγή οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα με το κυκλοφορικό σύστημα κατά την αναπνοή.
Smoking and exposure to air pollutants can increase the risk of lung diseases such as lung cancer.
Το κάπνισμα και η έκθεση σε ατμοσφαιρικά ρύπους μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο πνευμονικών ασθενειών όπως ο καρκίνος του πνεύμονα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store