Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ascendancy
01
υπεροχή, κυριαρχία
a position of dominant power, influence, or control over others
Παραδείγματα
The company 's ascendancy in the tech market came after years of innovation.
Η υπεροχή της εταιρείας στην τεχνολογική αγορά ήρθε μετά από χρόνια καινοτομίας.
The political party 's ascendancy lasted for more than two decades.
Η υπεροχή του πολιτικού κόμματος διήρκεσε για περισσότερες από δύο δεκαετίες.
Λεξικό Δέντρο
ascendancy
ascendance
ascend



























