Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Loudmouth
01
φλύαρος, μεγαλόστομος
someone who talks a lot, saying things that are stupid or offensive
Παραδείγματα
He 's always the loudest person at the party, a real loudmouth.
Είναι πάντα ο πιο θορυβώδης άνθρωπος στο πάρτι, ένας αληθινός φλύαρος.
Do n't pay attention to him; he 's just a loudmouth who likes to hear himself talk.
Μην τον προσέχεις· είναι απλώς ένας φλύαρος που του αρέσει να ακούει τον εαυτό του να μιλάει.
Λεξικό Δέντρο
loudmouth
loud
mouth



























