Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lost cause
01
χαμένη υπόθεση, απελπιστική περίπτωση
a thing or person that is impossible to improve or succeed
Παραδείγματα
After numerous failed attempts, the project seemed like a lost cause.
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, το έργο φαινόταν να είναι μια χαμένη υπόθεση.
The once-thriving business had become a lost cause due to poor management.
Η κάποτε ακμάζουσα επιχείρηση είχε γίνει χαμένη υπόθεση λόγω κακής διαχείρισης.



























