Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Loader
01
φορτωτής, ξεφορτωτής
a laborer who loads and unloads vessels in a port
02
φορτωτής, βοηθός φόρτωσης
an attendant who loads guns for someone shooting game
Λεξικό Δέντρο
autoloader
loader
load
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φορτωτής, ξεφορτωτής
φορτωτής, βοηθός φόρτωσης
Λεξικό Δέντρο