Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
little-known
01
λίγο γνωστό, άγνωστο
not widely or generally recognized
Παραδείγματα
The book explores a little-known historical event.
Το βιβλίο εξερευνά ένα λιγότερο γνωστό ιστορικό γεγονός.
He visited a little-known village in the mountains.
Επισκέφτηκε ένα λιγότερο γνωστό χωριό στα βουνά.



























