Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
listlessly
01
χωρίς ενέργεια, με αδιαφορία
in a manner lacking energy, enthusiasm, or interest
Παραδείγματα
She walked listlessly down the street, her mind elsewhere.
Περπατούσε αδιάφορα στον δρόμο, το μυαλό της αλλού.
He stared out the window listlessly, watching the rain.
Κοίταζε άτονα έξω από το παράθυρο, παρακολουθώντας τη βροχή.



























