literacy
li
ˈlɪ
λι
te
τερ
ra
ρα
cy
si
σι
British pronunciation
/lˈɪtəɹəsi/

Ορισμός και σημασία του "literacy"στα αγγλικά

01

αλφαβητισμός, ικανότητα ανάγνωσης και γραφής

the capability to read and write
example
Παραδείγματα
The school ’s new program focuses on enhancing early childhood literacy.
Το νέο πρόγραμμα του σχολείου εστιάζει στην ενίσχυση της αλφαβητισμού στην πρώιμη παιδική ηλικία.
Her literacy improved significantly after attending the adult education classes.
Η αλφαβητισμός της βελτιώθηκε σημαντικά μετά την παρακολούθηση των μαθημάτων ενηλίκων.

Λεξικό Δέντρο

biliteracy
illiteracy
literacy
liter
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store