Liquifiable
volume
British pronunciation/lˈɪkwɪfˌaɪəbəl/
American pronunciation/lˈɪkwɪfˌaɪəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "liquifiable"

liquifiable
01

capable of being liquefied

word family

liquid

liquid

Noun

liquify

Verb

liquifiable

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store