Αναζήτηση
linguistic
01
γλωσσολογικός, γλωσσικός
related to the science of language, including its structure, usage, and evolution
Example
Linguistic research explores the intricacies of language acquisition, syntax, and phonetics.
Η γλωσσολογική έρευνα εξερευνά τις πολυπλοκότητες της απόκτησης γλώσσας, της σύνταξης και της φωνητικής.
The linguistic diversity of the world's languages is a topic of interest for linguists studying language typology.
Η γλωσσική ποικιλομορφία των γλωσσών του κόσμου είναι ένα θέμα ενδιαφέροντος για τους γλωσσολόγους που μελετούν τη γλωσσική τυπολογία.
02
γλωσσικός
consisting of or related to language
Οικογένεια λέξεων
linguist
Noun
linguistic
Adjective
nonlinguistic
Adjective
nonlinguistic
Adjective
Συναφή Λέξεις
