Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lilting
01
μελωδικός, ρυθμικός
a cheerful, rhythmic, and melodious quality in music or speech that has a pleasant effect
Παραδείγματα
Her lilting voice was soothing to listen to.
Η μελωδική της φωνή ήταν χαλαρωτική να ακούγεται.
The singer 's lilting melody captivated the audience.
Η χαρούμενη και ρυθμική μελωδία του τραγουδιστή γοήτευσε το κοινό.
Λεξικό Δέντρο
lilting
lilt



























