Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lifter
01
αρσιβαρίστας, αθλητής άρσης βαρών
an athlete who lifts barbells
02
κλέφτης καταστημάτων, πορτοφολάς
a thief who steals goods that are in a store
Λεξικό Δέντρο
lifter
lift
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αρσιβαρίστας, αθλητής άρσης βαρών
κλέφτης καταστημάτων, πορτοφολάς
Λεξικό Δέντρο