Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
level-headed
/lˈɛvəlhˈɛdᵻd/
/lˈɛvəlhˈɛdɪd/
level-headed
01
ψύχραιμος, συνετός
capable of making good decisions in difficult situations
Παραδείγματα
She remained level-headed during the crisis and handled everything efficiently.
Παρέμεινε ψύχραιμη κατά τη διάρκεια της κρίσης και αντιμετώπισε τα πάντα αποτελεσματικά.
A good leader needs to be level-headed in high-pressure situations.
Ένας καλός ηγέτης πρέπει να είναι ψύχραιμος σε καταστάσεις υψηλής πίεσης.



























