legalization
le
ˌli
λι
ga
γκα
li
λα
za
ˈzeɪ
ζει
tion
ʃən
σαν
British pronunciation
/ˌliːɡəlaɪˈzeɪʃən/

Ορισμός και σημασία του "legalization"στα αγγλικά

01

νομιμοποίηση, νομική εξουσιοδότηση

the action or process of making something legal
Wiki
example
Παραδείγματα
The legalization of marijuana sparked debates about its potential benefits and drawbacks.
Η νομιμοποίηση της μαριχουάνας προκάλεσε συζητήσεις σχετικά με τα πιθανά οφέλη και μειονεκτήματά της.
The government passed a bill for the legalization of same-sex marriage.
Η κυβέρνηση ψήφισε ένα νομοσχέδιο για τη νομιμοποίηση του γάμου ομοφυλόφιλων.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store