Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
legal
01
νομικός, νόμιμος
related to the law or the legal system
Παραδείγματα
She works as a legal assistant in a law firm, helping with research and paperwork.
Δουλεύει ως νομική βοηθός σε ένα δικηγορικό γραφείο, βοηθώντας στην έρευνα και τα χαρτιά.
The defendant sought legal advice before the trial.
Ο κατηγορούμενος ζήτησε νομική συμβουλή πριν από τη δίκη.
02
νόμιμος
authorized according to the law and official regulations
Παραδείγματα
The court ruled that the search conducted by law enforcement was legal.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τις αρχές επιβολής του νόμου ήταν νόμιμη.
The contract was deemed legal as it complied with all terms and conditions outlined in the official rules set forth by the regulatory authority.
Η σύμβαση κρίθηκε νόμιμη καθώς συμμορφώθηκε με όλους τους όρους και τις προϋποθέσεις που περιγράφονται στους επίσημους κανόνες που θέτει η ρυθμιστική αρχή.
03
νόμιμος, νομικός
established by or founded upon law or official or accepted rules
Παραδείγματα
Marriage is a legal contract.
The agreement has legal standing.
04
νομικός, νόμιμος
having legal efficacy or force
05
νομικός, νόμιμος
relating to or characteristic of the profession of law
Παραδείγματα
He attended a legal seminar on constitutional theory.
The course covers legal concepts in depth.
Λεξικό Δέντρο
illegal
legality
legalize
legal



























