Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lecturing
01
διδασκαλία, διάλεξη
teaching by giving a discourse on some subject (typically to a class)
Λεξικό Δέντρο
lecturing
lecture
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διδασκαλία, διάλεξη
Λεξικό Δέντρο