Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Learning disability
01
μαθησιακή δυσκολία, διαταραχή μάθησης
a disorder that affects the ability to comprehend or process information, particularly when not associated with physical disability
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μαθησιακή δυσκολία, διαταραχή μάθησης