Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Learner
01
μαθητής, εκπαιδευόμενος
someone who is trying to learn new things or become better at doing something
02
μαθητευόμενος, μαθητής
works for an expert to learn a trade
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μαθητής, εκπαιδευόμενος
μαθητευόμενος, μαθητής