LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Leaders
/lˈiːdəz/
/ˈɫidɝz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "leaders"
Leaders
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the body of people who lead a group
word family
leaders
leaders
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
leader
leaden
leaded petrol
leaded gasoline
leaded bronze
leadership
leading
leading article
leading astray
leading edge
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App