Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Laxity
01
αμέλεια, χαλάρωση
the state or quality of being careless and lacking moral strictness or discipline
Παραδείγματα
The teacher 's laxity in grading assignments resulted in inconsistent and unfair evaluations.
Η χαλαρότητα του δασκάλου στην βαθμολόγηση των εργασιών οδήγησε σε ασυνεπείς και άδικες αξιολογήσεις.
The government 's laxity in enforcing regulations allowed corruption to permeate through various sectors.
Η χαλάρωση της κυβέρνησης στην εφαρμογή των κανονισμών επέτρεψε στη διαφθορά να διαπεραιωθεί σε διάφορους τομείς.
02
χαλάρωση, ατονία
the state of a limb or muscle being loose
Παραδείγματα
The doctor noted the laxity in the patient's joints, indicating a potential issue with connective tissue or ligaments.
Ο γιατρός σημείωσε την χαλάρωση στις αρθρώσεις του ασθενούς, υποδεικνύοντας ένα πιθανό πρόβλημα με τον συνδετικό ιστό ή τους συνδέσμους.
The worn-out elastic band had lost its elasticity over time, resulting in laxity and causing the pants to sag.
Το φθαρμένο ελαστικό ιμάντα είχε χάσει την ελαστικότητά του με το πέρασμα του χρόνου, με αποτέλεσμα χαλάρωση και προκάλεσε το πέσιμο του παντελονιού.
Λεξικό Δέντρο
laxity
lax



























