Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lawfulness
01
νομιμότητα, συμμόρφωση με το νόμο
the state or quality of being permitted by or in accordance with the law
Λεξικό Δέντρο
unlawfulness
lawfulness
lawful
law
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
νομιμότητα, συμμόρφωση με το νόμο
Λεξικό Δέντρο