LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Law-abiding
/lˈɔːɐbˈaɪdɪŋ/
/lˈɔːɐbˈaɪdɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "law-abiding"
law-abiding
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
being obedient to the law
law-abiding
adj
Παράδειγμα
The
individual
sought
to
live down
their
criminal record
by
pursuing
a
life
of
law-abiding
citizenship
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App