Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Laundromat
01
πλυντήριο νομισμάτων, αυτοϋπηρετούμενο πλυντήριο
a facility where coin-operated washing machines and dryers are available to customers
Dialect
American
Παραδείγματα
She went to the laundromat to wash her clothes.
Πήγε στο πλυντήριο νομισμάτων για να πλύνει τα ρούχα της.
The laundromat was busy on Sunday afternoon.
Το πλυντήριο νομισμάτων ήταν απασχολημένο το απόγευμα της Κυριακής.



























