Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lacy
01
δαντελένιος, που μοιάζει με δαντέλα
made of or resembling lace
02
δαντελωτός, δικτυωτός
having open interstices or resembling a web
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δαντελένιος, που μοιάζει με δαντέλα
δαντελωτός, δικτυωτός