
Αναζήτηση
lachrymose
01
δακρύβρεχτος, κλαυθμηρός
tearful or prone to crying
Example
The lachrymose scene in the movie brought tears to the eyes of many viewers.
Η δακρύβρεχτη σκηνή της ταινίας έφερε δάκρυα στα μάτια πολλών θεατών.
She became lachrymose while reading the heartfelt letter from her long-lost friend.
Έγινε δακρύβρεχτη διαβάζοντας την καρδιάτικη επιστολή από τη φίλη της που είχε χαθεί εδώ και καιρό.

Συναφή Λέξεις