Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
laced
01
δεμένος, κλωσσοδεμένος
closed with a lace
02
πλαισιωμένος, γραμμωτός
edged or streaked with color
03
στολισμένος, καλά ντυμένος
wearing stylish sneakers or being well-dressed
Παραδείγματα
You stay laced in those fresh kicks.
Εσύ μένεις κομψά ντυμένος σε εκείνα τα φρέσκα αθλητικά παπούτσια.
He walked in fully laced for the party.
Μπήκε ντυμένος με στυλ για το πάρτι.
Λεξικό Δέντρο
unlaced
laced



























