Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
justifiably
01
δικαιολογημένα, λογικά
in a way that can be shown to be right or reasonable
Παραδείγματα
She was justifiably upset after discovering the mistake in her paycheck.
Ήταν δικαιολογημένα αναστατωμένη αφού ανακάλυψε το λάθος στον μισθό της.
The team was justifiably confident going into the championship game.
Η ομάδα ήταν δικαιολογημένα σίγουρη καθώς μπήκε στο παιχνίδι του πρωταθλήματος.
Λεξικό Δέντρο
unjustifiably
justifiably
justifiable
justify
just



























