Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Judiciary
01
δικαστική εξουσία, δικαστικό σώμα
persons who administer justice
02
δικαστική εξουσία, δικαστικό σώμα
the part of a country's government that administers the legal system, including all its judges
Παραδείγματα
The judiciary is responsible for interpreting the laws and ensuring justice.
Η δικαστική εξουσία είναι υπεύθυνη για την ερμηνεία των νόμων και τη διασφάλιση της δικαιοσύνης.
A strong judiciary is essential for maintaining the rule of law.
Ένας ισχυρός δικαστικός κλάδος είναι απαραίτητος για τη διατήρηση του κράτους δικαίου.



























