Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
judicially
01
δικαστικά, με δικαστικό τρόπο
in a manner relating to courts, judges, or the administration of justice
Παραδείγματα
The case was carefully examined judicially before the verdict was announced.
Η υπόθεση εξετάστηκε προσεκτικά δικαστικά πριν ανακοινωθεί η ετυμηγορία.
She judicially reviewed the evidence to ensure fairness in the trial.
Εκείνη δικαστικά εξέτασε τα στοιχεία για να διασφαλίσει τη δικαιοσύνη στη δίκη.
02
δικαστικά, με δικαστική απόφαση
as ordered by a court
Λεξικό Δέντρο
judicially
judicial
judge



























