LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Journeying
/dʒˈɜːnɪɪŋ/
/ˈdʒɝniɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "journeying"
Journeying
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of traveling from one place to another
word family
journey
journey
Verb
journeying
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
journeyer
journey cake
journey
journalistically
journalistic
journeyman
joust
jove
jovial
joviality
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App