Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Jewel
01
κόσμημα, πολύτιμος λίθος
a precious or semi-precious piece of stone cut and polished to make items of jewelry
Παραδείγματα
The chef 's unique recipes are the jewel of the restaurant, attracting food enthusiasts from all over.
Οι μοναδικές συνταγές του σεφ είναι το κόσμημα του εστιατορίου, προσελκύοντας λάτρεις της γαστρονομίας από παντού.
Her kindness and generosity made her a true jewel among her friends and family.
Η καλοσύνη και η γενναιοδωρία της την έκαναν ένα πραγματικό κοσμήμα ανάμεσα στους φίλους και την οικογένειά της.
to jewel
01
στολίζω με πολύτιμους λίθους, διακοσμώ με κόσμηματα
adorn or decorate with precious stones
Λεξικό Δέντρο
jewelry
jewel



























