Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to jeopardize
01
θέτω σε κίνδυνο, κινδυνεύω
to put something or someone in danger
Transitive: to jeopardize sth
Παραδείγματα
Releasing that confidential document might jeopardize our negotiations with the other firm.
Η δημοσίευση αυτού του εμπιστευτικού εγγράφου μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις διαπραγματεύσεις μας με την άλλη εταιρεία.
Not taking proper security measures can jeopardize the safety of the entire building.
Η μη λήψη κατάλληλων μέτρων ασφαλείας μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια ολόκληρου του κτιρίου.
Λεξικό Δέντρο
jeopardize
jeopard



























