Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jammed
01
γεμάτος, στριμωγμένος
packed extremely tight within a space
Παραδείγματα
The schedule was so jammed that there was no time for breaks between meetings.
Το πρόγραμμα ήταν τόσο γεμάτο που δεν υπήρχε χρόνος για διαλείμματα μεταξύ των συναντήσεων.
The subway car was jammed with commuters during the morning rush hour.
Το βαγόνι του μετρό ήταν γεμάτο με επιβάτες κατά την ώρα αιχμής το πρωί.
Λεξικό Δέντρο
jammed
jam



























