LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Iterative
/ˈɪtəɹətˌɪv/
/ˈɪtɝˌeɪtɪv/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "iterative"
Iterative
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the aspect of the verb that expresses the repetition of an action
iterative
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
marked by iteration
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
iteration
iterate
itemize
itemization
itemisation
iterative aspect
iteratively
ithaki
ithiel town
ithunn
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App