Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Isle
01
νησί, νησάκι
an island, especially a small one, that may be part of a larger island or group of islands
Παραδείγματα
The isles of Greece are known for their picturesque landscapes and rich history.
Τα νησάκια της Ελλάδας είναι γνωστά για τα γραφικά τοπία και την πλούσια ιστορία τους.
The resort is situated on a private isle in the Indian Ocean.
Το θέρετρο βρίσκεται σε ένα ιδιωτικό νησί στον Ινδικό Ωκεανό.



























