Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Iota
01
ιώτα, στοιχειώδες ποσό
a tiny or negligible amount, emphasizing its minimal significance
Παραδείγματα
Despite searching for hours, I could n't find a single iota of evidence to support his claim.
Παρά την αναζήτηση για ώρες, δεν μπόρεσα να βρω ούτε μια ιώτα απόδειξη που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του.
There is n't an iota of truth to the rumors circulating about her departure from the company.
Δεν υπάρχει ούτε ιώτα αλήθειας στις φήμες που κυκλοφορούν για την αποχώρησή της από την εταιρεία.
02
ιώτα, το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
the 9th letter of the Greek alphabet



























