LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Inwrought
/ɪnɹˈɔːt/
/ɪnɹˈɔːt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "inwrought"
inwrought
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a decorative pattern worked or woven in
word family
wrought
wrought
Adjective
inwrought
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
inweave
inwards
inwardness
inwardly
inward-moving
in the reckoning
io moth
iodic acid
iodide
iodinate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App