Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Investing
01
επένδυση
the act of investing; laying out money or capital in an enterprise with the expectation of profit
Λεξικό Δέντρο
investing
invest
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επένδυση
Λεξικό Δέντρο