Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inventively
01
εφευρετικά, με εφευρετικό τρόπο
in a way that shows skill in creating new ideas, methods, or things
Παραδείγματα
She inventively combined old and new technology to build the device.
Εφευρετικά συνδύασε παλιά και νέα τεχνολογία για να κατασκευάσει τη συσκευή.
The chef inventively mixed flavors to create a unique dish.
Ο σεφ ανέμειξε εφευρετικά τις γεύσεις για να δημιουργήσει ένα μοναδικό πιάτο.



























